-
1 απελπισία
απελπισιά η безнадёжность; отчаяние;βρίσκομαι σε απελπισία — быть в отчаянии;
καταλαμβάνομαι υπό απελπισίας — или πέφτω σε απελπισία — впадать в отчаяние
1 απελπισία
βρίσκομαι σε απελπισία — быть в отчаянии;
καταλαμβάνομαι υπό απελπισίας — или πέφτω σε απελπισία — впадать в отчаяние